Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υστερογενής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υστερογενής -ής -ές [isterojenís] Ε10 : που εμφανίζεται ή που εκδηλώνε ται: α. μετά τη γέννηση: ~ αντίδραση. H οδοντοφυΐα είναι υστερογενές φαινόμενο. β. ύστερα από κτ. άλλο: Yστερογενή φαινόμενα, δευτερογενή. υστερογενώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ὑστερογενής `που παρουσιάζεται μετά τη γέννηση΄· λόγ. υστερογεν(ής) -ώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες