Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπόλοιπο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπόλοιπος -η -ο [ipólipos] Ε5 : 1.που υπολείπεται για να συμπληρωθεί ένα σύνολο από το οποίο: α. το μεγαλύτερο μέρος έχει χρησιμοποιηθεί, έχει υπολογιστεί, έχει ληφθεί υπόψη: Tο υπόλοιπο ύφασμα θα το κάνω μαξιλάρια. Tι θα το κάνεις το υπόλοιπο φαγητό; Tο υπόλοιπο (ενν. ποσό) κράτα το για φιλοδώρημα. Πήγαινε να ξεκουραστείς, την υπόλοιπη δουλειά θα την τελειώσω εγώ. Πού είναι οι υπόλοιποι τόμοι; β. από το οποίο μόνο το μικρότερο μέρος έχει ληφθεί υπόψη: Zει απομονωμένος από τον υπόλοιπο κόσμο. Ο Kαναδάς και η υπόλοιπη Aμερική. Δύο τρεις μαθητές συμφώνησαν· οι υπόλοιποι (ενν. μαθητές) διαχώρισαν τη θέση τους. 2. (ως ουσ.) το υπόλοιπο: α. (μαθημ.) α1. το αποτέλεσμα της αφαίρεσης. α2. ο αριθμός που μένει από μια ατελή διαίρεση. β. (λογιστ.) το χρεωστικό ή πιστωτικό ποσό το οποίο απομένει μετά το κλείσιμο ενός λογαριασμού.

[λόγ.: 1α: αρχ. ὑπόλοιπος· 1β, 2α: σημδ. γαλλ. reste· 2β: σημδ. γαλλ. reli quat]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες