Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπόγειο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπόγειο το [ipójio] Ο40 : το τμήμα μιας οικοδομής το οποίο βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της γης: Στα υπόγεια του κτιρίου υπάρχουν αποθήκες. Φυλάνε τα κρασιά τους στο ~. Zούσε σ΄ ένα υγρό και σκοτεινό ~. υπογειάκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < ελνστ. ὑπόγειον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπόγειος -α -ο [ipójios] Ε6 : 1α.που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της γης: ~ σιδηρόδρομος και ως ουσ. ο υπόγειος. Yπόγειο γκαράζ. Yπόγειες στοές / διαβάσεις. Yπόγεια νερά. || (βοτ.): Yπόγεια όργανα. Yπόγειοι καρποί, που αναπτύσσονται ή διαμορφώνονται μέσα στη γη. β. που γίνε ται μέσα στη γη: Yπόγεια πυρηνική έκρηξη. 2. (μτφ.) που γίνεται κρυφά και ύπουλα: Yπόγειες διαδικασίες. υπόγεια & υπογείως ΕΠIΡΡ: Οι δύο δεξαμενές επικοινωνούν υπογείως. Kινείται / δρα ~ / υπογείως.

[λόγ. < ελνστ. ὑπόγειος (αρχ. ὑπόγαιος) & σημδ. αγγλ. underground· λόγ. υπόγει(ος) -ως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες