Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποχωρητικός -ή -ό [ipoxoritikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με την υποχώρηση1α: ~ ελιγμός. 2. για κπ. που εύκολα υποχωρεί στις αξιώσεις των άλλων· ενδοτικός, συμβιβαστικός: ~ συνομιλητής / διαπραγματευτής. Mην είσαι πολύ ~, γιατί οι άλλοι θα το εκμεταλλευτούν. 3. (γλωσσ.) Yποχωρητική αφομοίωση / ανομοίωση, που προκαλείται από επόμενο φθόγγο· προληπτική. Yποχωρητική κίνηση του τόνου, μετακίνηση του τόνου προς την αρχή της λέξης, π.χ. στην παραγωγή βράδυ < βραδύς.
υποχωρητικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ὑποχωρητικός `μετριόφρονας΄ (αρχ. σημ.: `που προκαλεί αφόδευση΄): 1: κατά τη σημ. του υποχωρώ1α· 2: κατά τη σημ. του υποχωρώ2α· 3: σημδ. γαλλ. régressif]