Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υποπτεύομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υποπτεύομαι [ipoptévome] Ρ5.1β : 1α.με βάση ορισμένες ενδείξεις, αποδίδω σε κπ. αξιόμεμπτες πράξεις ή απλώς προθέσεις· υποψιάζομαι1: Tον υποπτεύονται για κλοπή. Tον υποπτεύθηκα εξαρχής. Tον υποπτεύεται η αστυνομία. ~ ότι αυτός έγραψε τα ανώνυμα γράμματα. || Yποπτεύεται τους υπαλλήλους του / τη γυναίκα του, είναι καχύποπτος απέναντί τους. (έκφρ.) υποπτεύεται τους πάντες και τα πάντα, είναι εξαιρετικά καχύποπτος. β. θεωρώ κτ., οπωσδήποτε όχι θετικό ή ευχάριστο, ως πιθανό, χωρίς να έχω γι΄ αυτό επαρκή στοιχεία· υποψιάζομαι2: Ο γιατρός υποπτεύεται πνευμονία. ~ ότι ήρθε για λεφτά. 2. με αρνητική εκφορά: Ένας αδαής δε θα μπορούσε ούτε καν να υποπτευθεί την ομορφιά αυτού του κειμένου, δεν έχει την απαιτούμενη γνώση και εμπειρία για να το κατανοήσει σε βάθος.

[λόγ. < αρχ. ὑποπτεύω μέσο ίσως κατά το υποψιάζομαι ή από παρανόηση της αρχ. παθ. χρήσης: `είμαι αντικείμενο υποψίας΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες