Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποκινώ [ipokinó] -ούμαι Ρ10.9 : προσπαθώ, χωρίς να αναπτύξω εμφανή δραστηριότητα, να προκαλέσω κτ.: Ποιος υποκίνησε την απεργία; H αστυνομία ανακοίνωσε ότι οι ταραχές υποκινήθηκαν από εξτρεμιστικά στοιχεία. Οι κινητοποιήσεις ήταν υποκινούμενες.
[λόγ. < αρχ. ὑποκινῶ `παροτρύνω απαλά΄ σημδ. γαλλ. inciter]