Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υποβάλλω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υποβάλλω [ipoválo] -ομαι Ρ πρτ. υπέβαλλα, αόρ. υπέβα λα και (προφ.) υπόβαλα, απαρέμφ. υποβάλει, παθ. αόρ. υποβλήθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και υπεβλήθη, υπεβλήθησαν, απαρέμφ. υποβληθεί : I.καταθέτω ένα έγγρα φο σε μια ανώτερη αρχή ή υπηρεσία: ~ αναφορά / μήνυση / υπόμνημα / αίτηση διαζυγίου. Yπέβαλε τα χαρτιά του για διορισμό. Έχετε υποβάλει τα απαραίτητα δικαιολογητικά; Οι φορολογικές δηλώσεις πρέπει να υποβληθούν ως το τέλος του μηνός. || Δεν υπέβαλε υποψηφιότητα για τη θέ ση του προέδρου. || ~ μια ερώτηση, θέτω, κάνω. ~ σε κπ. τα σέβη μου, χαιρετώ κάποιο επίσημο ή σεβαστό πρόσωπο. Σας ~ τα σέβη μου, ως χαιρε τισμός σε αξιοσέβαστο πρόσωπο. II. υποχρεώνω κπ. να υποστεί κτ. ή βρίσκομαι στην ανάγκη να κάνω κτ., συνήθ. δυσάρεστο: ~ κπ. σε ανάκριση / σε δοκιμασία. Tον υπέβαλαν σε βασανιστήρια. Yποβλήθηκε σε μεγάλα έξοδα / σε κόπους / σε θυσίες. Πρέπει να υποβληθείτε σε δίαιτα / σε εγχείρηση / σε θεραπεία. || Mην υποβληθείτε στον κόπο, ως έκφραση ευγένειας. III1. υπαγορεύω σε κπ. μια σκέψη, μια ιδέα, μια δική μου επιθυμία με τέτοιον τρόπο, ώστε αυτός ασυνείδητα να την υιοθετεί και να τη θεωρεί σαν δική του: Είχε την ικανότητα να σου υποβάλει τις απόψεις του / τις απαντήσεις που αυτός ήθελε. || Tον είχε υποβάλει σε τέτοιο βαθμό, ώστε είχε γίνει άβουλο όργανό του. 2. για κτ. το οποίο γεννά μέσα μας υψηλές σκέψεις, ιδέες ή συναισθήματα: H μεγαλοπρέπεια του τοπίου με υποβάλλει.

[λόγ. < αρχ. ὑποβάλλω `βάζω κάτω, υπαγορεύω, εμπνέω΄ & σημδ. γαλλ. soumettre & συν. suggerer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες