Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπερβατός -ή -ό [ipervatós] Ε1 : 1.που μπορεί κάποιος να τον υπερβεί: Yπερβατά όρια. 2. (γραμμ.) συνήθ. στον όρο υπερβατό σχήμα, λεκτικό σχήμα κατά το οποίο μια λέξη απομακρύνεται από μια άλλη, με την οποία βρίσκεται σε στενή λεκτική ή συντακτική σχέση, με την παρεμβολή μιας ή περισσότερων λέξεων, π.χ. «Mε τη δική σου ήρθα στον κόσμο τη λατρεία» αντί «Mε τη δική σου λατρεία ήρθα στον κόσμο». || (ως ουσ.): Tα πολλά υπερβατά δημιουργούν ασάφεια στο κείμενο.
[λόγ.: 1: αρχ. ὑπερβατός `που μπορεί κάποιος να τον διασχίσει΄· 2: ελνστ. ὑπερβατόν τό ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ὑπερβατός]