Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπέροχος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπέροχος -η -ο [ipéroxos] Ε5 : για κπ. ή για κτ. που έχει στον ύψιστο βαθμό μια θετική ιδιότητα· που είναι εξαιρετικά καλός, ωραίος, εντυπωσιακός, χαριτωμένος, ευχάριστος κτλ.· έξοχος, θαυμάσιος: Yπέροχη θέα. Yπέροχη μουσική. Περάσαμε μαζί υπέροχες στιγμές. Έχει υπέροχο σώμα. Ήσουν υπέροχη μ΄ αυτό το φόρεμα. Είναι ~ άνθρωπος / ρήτορας. υπέροχα ΕΠIΡΡ: Περάσαμε ~.

[λόγ. < αρχ. ὑπέροχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες