Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπέρμαχος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπέρμαχος ο [ipérmaxos] Ο20 θηλ. υπέρμαχος [ipérmaxοs] Ο36 : 1.που υπερασπίζεται κτ. (μια ιδέα, μια άποψη κτλ.) με πάθος και με αυτοθυσία: Παρουσιάζεται ως ~ των λαϊκών κατακτήσεων. Οι υπέρμαχοι των σοσιαλιστικών ιδεών. || πιστός οπαδός, ενθουσιώδης θαυμαστής: Είναι ~ της πολιτικής αλλαγής. 2. || (ως επίθ.): Yπέρμαχος Στρατηγός, προσωνυμία της Θεοτόκου.

[λόγ. < ελνστ. ὑπέρμαχος ὁ, μσν. υπέρμαχος η]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες