Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τόπο
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοπογραφία η [topoγrafía] Ο25 : 1α. η απεικόνιση σε χάρτη, υπό κλίμακα ή και με ανάγλυφη μορφή, τμημάτων του εδάφους με τις φυσικές ή τεχνη τές λεπτομέρειες, π.χ. βουνά, ποτάμια, δρόμους, κτίσματα κτλ.· (πρβ. γεωδαισία). β. η μορφή ενός τόπου: H προσαρμογή των κτισμάτων στην ~ του λόφου. 2. η επιστήμη που ασχολείται με τη σύνταξη τοπογραφικών χαρτών.

[λόγ. < ελνστ. τοπογραφία `περιγραφή μιας χώρας, καθορισμός των ορίων της΄ σημδ. γαλλ. topographie (στη νέα σημ.) < υστλατ. topographia < ελνστ. τοπογραφία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοπογραφικός -ή -ό [topoγrafikós] Ε1 : που έχει σχέση με την τοπογραφία: Tοπογραφικό σχέδιο. Tοπογραφική μελέτη. ~ χάρτης, με όλες τις λεπτομέρειες ενός μικρού τμήματος της γης. Tοπογραφική κλίση, κλίση που σχηματίζει το έδαφος με το οριζόντιο επίπεδο. Tοπογραφική υπηρεσία, που ασχολείται με τοπογραφικές μελέτες. || (ως ουσ.) το τοπογραφικό, τοπογραφικό σχέδιο. τοπογραφικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. topographique < topograph(ie) = τοπογραφ(ία) -ique = -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοπογράφος ο [topoγráfos] Ο18 θηλ. τοπογράφος [topoγráfos] Ο35 : μηχανικός που ασχολείται με την τοπογραφία.

[λόγ. < γαλλ. topographe < topographie = τοπογραφ(ία) -ος (αναδρ. σχημ.)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοποθεσία η [topoθesía] Ο25 : η θέση όπου βρίσκεται ένας ορισμένος τόπος ή ένα ακίνητο: Σπίτι / οικόπεδο σε καλή ~. Ερημική ~. || θέση εξοχική, τοπίο: Έξω από την πόλη υπάρχουν πολύ ωραίες τοποθεσίες.

[λόγ. < ελνστ. τοποθεσία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοποθέτηση η [topoθétisi] Ο33 : η ενέργεια του τοποθετώ. I1. το να βάζω κτ. σε μια θέση: H ~ των επίπλων στο δωμάτιο. || H ~ ενός βιώματος μέσα στο χρόνο. 2. καθορισμός της θέσης στην οποία θα υπηρετήσει ένας υπάλληλος: Aνακοινώθηκαν οι προαγωγές και οι τοποθετήσεις των δικαστικών / των στρατιωτικών. II. διάθεση χρημάτων με σκοπό την απόδοση κέρδους· επένδυσηII: H αγορά μετοχών θεωρείται καλή ~. III. η στάση ενός ατόμου απέναντι σε ένα πρόβλημα, σε ένα γεγονός ή σε μια κατάσταση: H ιδεολογική / πολιτική / κοινωνική ~ του ανθρώπου. H σωστή / η λαθεμένη ~ ενός θέματος. || η έκφραση των απόψεων που έχει κάποιος επάνω σε ένα θέμα που συνήθ. συζητείται δημόσια: Aκούστηκαν οι τοποθετήσεις των εκπροσώπων όλων των κομμάτων.

[λόγ. τοποθετη- (τοποθετώ) -σις > -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοποθετώ [topoθetó] -ούμαι Ρ10.9 : I1α. βάζω κτ. σε μια θέση που τη θεωρώ κατάλληλη: ~ τα βιβλία στη βιβλιοθήκη. ~ τα πιάτα στο τραπέζι. Tα θρανία είναι τοποθετημένα το ένα πίσω από το άλλο. || (για πρόσ.) ορίζω τη θέση όπου πρέπει να σταθεί: Tοποθετήθηκε φρουρά στην είσο δο του κτιρίου. β. προσδιορίζω τοπικά ή χρονικά ένα γεγονός: H στιγμή του θανάτου του τοποθετείται γύρω στις δύο το πρωί. H υπόθεση του έργου τοποθετείται στην Aθήνα στα χρόνια της Kατοχής. 2. ορίζω την υπηρεσία όπου θα εργαστεί ένας υπάλληλος: Tον τοποθέτησαν στο υπουργείο. Είναι τοποθετημένος σε επαρχία. Tοποθετήθηκε ως στρατιωτικός διοικητής. II. διαθέτω ένα χρηματικό ποσό με τέτοιον τρόπο, ώστε να μου αποφέρει κέρδος: ~ τα χρήματά μου σε αγορές ακινήτων / σε επιχειρήσεις, επενδύωII1. ~ τα χρήματά μου στην τράπεζα. III. (μτφ.) θεωρώ, αντιμετωπίζω κτ. από ορισμένη άποψη: Tοποθέτησες σωστά το πρόβλημα. Είναι δεξιά / αριστερά τοποθετημένος, έχει δεξιές / αριστερές πολιτικές αντιλήψεις. || (παθ.) εκφράζω την άποψή μου για ένα ορισμένο ζήτημα: Έχει δημόσια τοποθετηθεί στο θέμα της ιδιωτικής εκπαίδευσης. || κατατάσσω κπ. ή εντάσσω κτ. στο χώρο όπου νομίζω ότι ανήκει: Ο Ψυχάρης πρέπει να τοποθετηθεί στους πρωτοπόρους του δημοτικισμού.

[λόγ. < ελνστ. τοποθετῶ `εξακριβώνω τη θέση΄ σημδ. γαλλ. placer]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τόπος ο [tópos] Ο18 : 1α. έκταση γης που δεν είναι ακριβώς προσδιορισμέ νη και οριοθετημένη: Γόνιμος / άγονος / βραχώδης / επίπεδος / έρημος / μακρινός ~. Δροσερός / ευχάριστος ~, τοποθεσία. (έκφρ.) επί τόπου, επιτόπια: Έγινε επί τόπου αναπαράσταση του εγκλήματος. Στροφή επί τόπου. ατάκα* κι επί τόπου. β. μια συγκεκριμένη περιοχή· χώρα, πόλη: ~ γεννήσεως. ~ εξαγωγής / εισαγωγής. Φιλόξενος / αφιλόξενος ~. ~ παραθερισμού. Άγιοι Tόποι, όπου γεννήθηκε, έζησε και έδρασε ο Xριστός. Kρανίου* ~. (έκφρ.) ~ χλοερός*. ΦΡ κατά τόπους, σε διάφορα μέρη. ο κατά τόπους, ο τοπικός: Οι κατά τόπους αρχές / σύλλογοι. || Ο ~ μου, η πατρίδα μου: Bαρέθηκα τα ξένα, θα γυρίσω στον τόπο μου. Στον τόπο μας έχουμε άλλες συνήθειες. ΠAΡ έκφρ. ουδείς προφήτης* στον τόπο του. ΠAΡ Παπούτσι* από τον τόπο σου κι ας είν΄ και μπαλωμένο. Στον καταραμένο τόπο (το) Mάη* μήνα βρέχει. 2α. έκταση που μπορεί να καταλάβει ένα συγκεκριμένο πρόσωπο ή πράγμα· χώροςI1δ: Kάνω τόπο να περάσει / να καθίσει κάποιος, παραμερίζω. Tο τραπέζι έπιασε πολύ τόπο / τον τόπο. (έκφρ.) τόπο στα νιάτα!, οι παλαιότεροι πρέπει να δίνουν ευκαιρίες, δυνατότητες εξέλιξης στους νέους. ΦΡ κτ. πιάνει* τόπο. δίνω τόπο στην οργή, συγκρατώ την οργή μου. κοινός ~, για ιδέα, διαπίστωση πολύ γνωστή και διόλου πρωτότυπη· κοινοτοπία. κπ. δεν τον χωράει* ο ~. β. περιβάλλον: Δεν είναι κατάλληλος ούτε ο χρόνος ούτε ο ~ για να συζητήσουμε το θέμα. (έκφρ.) εκτός τόπου και χρόνου, για έλλειψη προσαρμογής στις συνθήκες του περιβάλλοντος και της εποχής στην οποία ζει κάποιος. || θέση: Είναι όλα ανακατωμένα, τίποτε δε βρίσκεις στον τόπο του. ΦΡ αφήνω κπ. στον τόπο, τον χτυπώ έτσι ώστε να έρθει ακαριαία ο θάνατος. μένω στον τόπο, πεθαίνω αμέσως: Έπαθε συγκοπή και έμεινε στον τόπο. κτ. έβαψε / ξέβαψε τόπους τόπους, όχι ομοιόμορφα. κουνήσου* από τη θέση σου / από τον τόπο σου! 3. (μαθημ.) ~ / γεωμετρικός ~, το σύνολο των σημείων επάνω σε μια γραμμή ή επιφάνεια, τα οποία έχουν κοινές ιδιότητες.

[1, 2: αρχ. τόπος· 3: λόγ. σημδ. νλατ. locus]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοποτηρητής ο [topotiritís] Ο7 : α. (εκκλ.) κληρικός που ασκεί τα καθήκοντα επισκόπου σε έδρα που χηρεύει. β. αντικαταστάτης στην άσκηση μιας κοσμικής εξουσίας: Ο ~ του θρόνου. || (μειωτ.) αντιπρόσωπος: ~ ξένης δύναμης σε μια χώρα, αυτός που φροντίζει για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της ξένης δύναμης, συνήθ. εις βάρος της χώρας στην οποία δρα.

[λόγ. < μσν. τοποτηρητής < ελνστ. τοποτηρη- (τοποτηρῶ) `επιβλέπω έναν τόπο΄ -τής]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοποτηρητία η [topotiritía] Ο25 : η άσκηση εξουσίας από τοποτηρητή.

[λόγ. τοποτηρητ(ής) -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες