Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τόκα
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τόκα [tóka] επιφ. : (λαϊκότρ.) ~ / ~ το (χέρι σου)!, όταν δίνουν το χέρι για χαιρετισμό ή και για κλείσιμο συμφωνίας· ΣYN έκφρ. κόλλα το.

[ιταλ. tocca προστ. του toccare `αγγίζω΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τόκα η [tóka] Ο25 : αγκράφα ζώνης.

[τουρκ. toka (ίσως από τα βεν.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοκάριθμος ο [tokáriθmos] Ο19 : (οικον.) το γινόμενο του κεφαλαίου επί τον αριθμό των ημερών που τοκίστηκε.

[λόγ. τόκ(ος) + αριθμ(ός) -ος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοκάτα η [tokáta] Ο25 : (μουσ.) σύνθεση για εκκλησιαστικό όργανο και για πιάνο: Tοκάτες και φούγκες του Mπαχ.

[λόγ. < ιταλ. toccata]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες