Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τυχών
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τυχών -ούσα -όν [tixón] Ε12α : (λόγ.) που δεν τον έχουν επιλέξει με βάση ορισμένα κριτήρια· οποιοσδήποτε: Παίρνουμε έναν τυχόντα αριθμό / μια τυχούσα ευθεία / ένα τυχόν επίπεδο. || (ως ουσ.) συνήθ. στην έκφραση ο πρώτος ~: α. για κπ. που μας είναι τελείως άγνωστος: Εμπιστεύεται τα μυστικά του στον πρώτο τυχόντα. β. ασήμαντος, τιποτένιος· τυχαίος2: Είναι άνθρωπος με αξία, δεν είναι ο πρώτος ~.

[λόγ. < αρχ. τυχών μτχ. αορ. του τυγχάνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες