Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τυρός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τυρός ο [tirós] Ο17 : (λόγ.) τυρί. (έκφρ.) μεταξύ τυρού και αχλαδίου / αχλαδιού, για ευκαιριακή και όχι διεξοδική συζήτηση ενός σοβαρού θέματος.

[λόγ. < αρχ. τυρός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες