Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρυφή η [trifí] Ο29 : (λόγ.) τρυφηλή ζωή.
[λόγ. < αρχ. τρυφή]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρυφηλός -ή -ό [trifilós] Ε1 : (λόγ.) που αγαπάει τις υλικές απολαύσεις ή που είναι γεμάτος από αυτές: ~ βίος. Tρυφηλή ζωή.
[λόγ. < ελνστ. τρυφηλός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρυφηλότητα η [trifilótita] Ο28 : (λόγ.) η ιδιότητα του τρυφηλού: H ~ του βίου.
[λόγ. τρυφηλ(ός) -ότης > -ότητα]