Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τριήραρχος ο [triírarxos] Ο19 : 1. στην αρχαία Aθήνα, πλούσιος πολίτης που είχε την υποχρέωση να εξοπλίζει και να συντηρεί μία τριήρη, καθώς και το δικαίωμα να την κυβερνά σε περίπτωση πολέμου. 2. κυβερνήτης τριήρους.
[λόγ. < αρχ. τριήραρχος]