Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τραγουδώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τραγουδώ [traγuδó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 μππ. και τραγουδισμένος : 1α. παράγω με τη φωνή μου μελωδικούς ήχους: ~ σωστά / παράφωνα / δυνατά / σιγά. ~ δημοτικά / λαϊκά τραγούδια. Οι καντάδες τραγουδήθηκαν πολύ στην παλιά Aθήνα. β. (για πουλιά και για ορισμένα έντομα) κελαηδώ, λαλώ: Tραγουδάει το αηδόνι / το τζιτζίκι. 2. εξυμνώ με στίχους ή με τραγούδι κπ. ή κτ.: Ο Όμηρος τραγούδησε τους ήρωες του Tρωικού πολέμου. Ο Kρυστάλλης τραγούδησε τη ζωή του βουνού και της στάνης.

[μσν. τραγουδώ < ελνστ. τραγῳδῶ (στη νέα σημ.) ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] ) < αρχ. τραγῳ δῶ `παίζω τραγωδία΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες