Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρήμα το [tríma] Ο48 : (ανατ.) ονομασία που δίνεται σε οπές του σώματος, με τις οποίες επικοινωνούν δύο κοιλότητες μεταξύ τους ή που σχημα τίζουν δίοδο σε νεύρα ή σε αγγεία: Iσχιακό / οπτικό ~. Tρήματα της βάσης του κρανίου.
[λόγ. < αρχ. τρῆμα `τρύπα, άνοιγμα΄ σημδ. γαλλ. orifice]