Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τράχω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τράχωμα το [tráxoma] Ο49 : χρόνια μολυσματική και μεταδοτική πάθηση του βλεννογόνου των βλεφάρων.

[ελνστ. τράχωμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες