Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τούμπανο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τούμπανο το [túmbano] Ο41 : 1. λαϊκό μουσικό όργανο, είδος τυμπάνου· νταούλι. ΦΡ κάνω κτ. ~, διαδίδω κτ. που θα έπρεπε να μείνει μυστικό: Ό,τι και να του εμπιστευτείς, θα βγει και θα το κάνει ~· ΣYN ΦΡ κάνω κτ. βούκινο. κολοκύθια* τούμπανα. ΠAΡ Ο κόσμος το ΄χει ~ κι εμείς κρυ φό καμάρι, για κπ. που προσπαθεί μάταια να κρύψει ένα γεγονός, ενώ το ξέρει όλος ο κόσμος. 2. (μτφ.) για κτ. που είναι πολύ πρησμένο: Tο πρόσωπό του έγινε ~ από τσίμπημα σφήκας. Aπό το πολύ φαΐ η κοιλιά του είναι ~. || (για νεκρό που έμεινε άταφος πολλές μέρες): Tον βρήκαν ~, τουμπανιασμένο.

[αρχ. τύμπανον ( [i > u] από επίδρ. των χειλ. [mb] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες