Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τοι
11 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοιούτος ο [tiútos] Ο18 : (οικ.) παθητικός ομοφυλόφιλος· τέτοιος.

[λόγ. < αρχ. τοιοῦτος `τέτοιος΄ σημδ. του λαϊκού τέτοιος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοιουτοτρόπως [tiutotrópos] επίρρ. τροπ. : (λόγ.) με αυτό τον τρόπο.

[λόγ. < αρχ. τοιουτοτρόπως]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοιχίο το [tixío] Ο39 : (οικοδ.) τοίχος από μπετόν για την ενίσχυση της στατικής αντοχής ενός κτιρίου: Aντισεισμικό ~. ~ ακαμψίας.

[λόγ. < ελνστ. τοιχίον υποκορ. του αρχ. τοῖχος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοιχογραφία η [tixoγrafía] Ο25 : 1. η τέχνη της διακόσμησης του τοίχου με ζωγραφικές παραστάσεις, συνήθ. με νωπογραφίες: H ~ γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη στο Mεσαίωνα και στην Aναγέννηση. 2. παράσταση με μεγάλες συνήθ. διαστάσεις, ζωγραφισμένη σε τοίχο: Οι τοιχογραφίες της Πομπηίας. || (μτφ.): ~ μιας εποχής, για κινηματογραφικό ή λογοτεχνικό έργο που μας δίνει παραστατικά εικόνες μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου.

[λόγ. < ελνστ. τοιχογραφία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοιχογραφώ [tixoγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω τοιχογραφίες επάνω σε επιφάνεια τοίχου.

[λόγ. < μσν. τοιχογραφώ < τοιχογραφ(ία) -ώ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοιχοδομία η [tixoδomía] Ο25 : η κατασκευή, το χτίσιμο τοίχων· τοιχοποιία1.

[λόγ. < ελνστ. τοιχοδόμ(ος) `αυτός που χτίζει τοίχους΄ -ία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοιχοκόλληση η [tixokólisi] Ο33 : η ενέργεια του τοιχοκολλώ: H ~ επιτρέπεται σε χώρους που ορίζει ο δήμος. H ~ των αποτελεσμάτων. H ~ δικαστικού εντάλματος. || τοιχοκολλημένο έντυπο: Είδα / διάβασα την ~.

[λόγ. τοιχοκολλη- (τοιχοκολλώ) -σις > -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοιχοκολλώ [tixokoló] -ούμαι Ρ10.9 : κολλώ μια ανακοίνωση σε τοίχο ή σε πλαίσιο τοποθετημένο σε τοίχο: Tα αποτελέσματα των εξετάσεων τοιχοκολλήθηκαν / είναι τοιχοκολλημένα στην είσοδο του σχολείου. Tοιχοκόλλησαν διαφημιστικές αφίσες.

[λόγ. τοίχ(ος) -ο- + κολλώ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοιχοποιία η [tixopiía] Ο25 : 1. η κατασκευή, το χτίσιμο τοίχου. 2. το σύνολο των τοίχων σε μια οικοδομή: Ο σεισμός προκάλεσε ζημιές μόνο στην ~ του κτιρίου και όχι στο σκελετό.

[λόγ. < ελνστ. τοιχοποιΐα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοίχος ο [tíxos] Ο18 : κατακόρυφη κατασκευή από πέτρες, τούβλα, μπετόν ή άλλο υλικό, με μικρό πάχος σε σχέση με το ύψος ή το μήκος της, που χτίζεται για να δημιουργήσει έναν κλειστό χώρο, να χωρίσει ένα χώ ρο ή να περιφράξει μια έκταση: Εξωτερικός / εσωτερικός / χαμηλός / ψηλός / χοντρός / λεπτός ~. Δρομικός ~. Xτίζω / υψώνω / γκρεμίζω έναν τοί χο. (έκφρ.) σαν να μιλάω στον τοίχο, όταν δε με προσέχουν ή δε λογαριάζουν όσα λέω. κλείστηκε μέσα σε τέσσερις τοίχους, ζει απομονωμένος στο σπίτι του. δεν άφησαν παρά τους τέσσερις τοίχους, αφαίρεσαν όλα τα κινητά αντικείμενα από ένα σπίτι. στήνω κπ. στον τοίχο, τον εκτελώ με τουφεκισμό, και μτφ., τον τιμωρώ πολύ αυστηρά, τον καταδικάζω. (επιρρηματικά) τοίχο τοίχο, κολλητά στον τοίχο, κυρίως για να μη γίνω αντιληπτός: Προχωρώ / πηγαίνω / βαδίζω τοίχο τοίχο. ΦΡ χτυπώ / βαρώ το κεφάλι* μου στον τοίχο. κολλάω κπ. στον τοίχο, τον κάνω να μην μπορεί να αντιμετωπίσει τα επιχειρήματά μου. και οι τοίχοι έχουν αυτιά, πρέπει να προσέχει κανείς τι λέει, γιατί κάποιος μπορεί να ακούσει, κυρίως καταδότης. πού να τα βρω τα λεφτά, να τα κόψω από τον τοίχο;, για να δηλώσουμε ότι είναι τελείως αδύνατο να διαθέσουμε κάποιο ποσό. || (μτφ.): Yψώνεται ένας ~ ανάμεσά τους, δεν υπάρχει καμιά ψυχική επαφή ανάμεσά τους. τοιχάκι το YΠΟKΟΡ. τοιχαλάκι το YΠΟKΟΡ.

[αρχ. τοῖχος· τοίχ(ος) -αλάκι]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες