Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τιμόνι
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τιμόνι το [timóni] Ο44 : 1. εξάρτημα στο σύστημα οδήγησης με το οποίο επιτυγχάνεται ο καθορισμός της πορείας: α. του αυτοκινήτου: Γυρίζω / στρέφω το ~ δεξιά / αριστερά. Tο αυτοκίνητο δεν υπακούει στο ~, υπάρχει βλάβη στο σύστημα οδήγησης. Mου φεύγει το ~, χάνω τον έλεγχο του αυτοκινήτου. || βολάν 2: Είμαι / κάθομαι στο ~, οδηγώ αυτοκίνητο. Είμαι μια ζωή στο ~, για επαγγελματία οδηγό. (έκφρ.) κόβω το ~ (δεξιά / αριστερά), το γυρίζω. β. του πλοίου ή του αεροπλάνου· πηδάλιο. γ. του ποδηλάτου. 2. (μτφ.) η διακυβέρνηση, η εξουσία που βρίσκεται στα χέρια ενός προσώπου· πηδάλιο: Άξιος κυβερνήτης που βαστάει γερά το ~ της πολιτείας. Tου ξέφυγε το ~ από τα χέρια, έχασε τον έλεγχο της εξουσίας.

[μσν. τιμόνι `τιμόνι πλοίου΄ < βεν. timon ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τιμονιά η [timoná] Ο24 : στροφή του τιμονιού ενός οχήματος, συνήθ. αυτοκινήτου.

[τιμόν(ι) -ιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τιμονιέρης ο [timonéris] Ο11 θηλ. τιμονιέρισσα [timonérisa] Ο27 : 1. αυτός που κρατάει το τιμόνι σε μικρό θαλάσσιο σκάφος. 2. (μτφ.) αυτός που είναι υπεύθυνος για τη διακυβέρνηση ή για την καθοδήγηση ενός οργανωμένου συνόλου.

[βεν. timonier (στη σημ. 1) -ης· τιμονιέρ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες