Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τιμωρώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τιμωρώ [timoró] -ούμαι Ρ10.9 : επιβάλλω σε κπ., που παραβαίνει ένα νόμο ή μια διαταγή, κτ. δυσάρεστο, δηλαδή στέρηση, καταναγκασμό, σωματικές κακώσεις κτλ., ως μέσο σωφρονισμού, παραδειγματισμού ή αντεκδίκησης: Ο φόνος τιμωρείται αυστηρά από το νόμο. Tιμωρήθηκε με πέντε χρόνια φυλακή και στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων του. Οι παραβάτες του κώδικα οδικής κυκλοφορίας τιμωρούνται με πρόστιμο. Ο δάσκαλος τιμωρεί τους άτακτους μαθητές. Mην είσαι αχάριστος, γιατί θα σε τιμωρήσει ο Θεός. Kάθεται σαν τιμωρημένος, για κπ. που κάθεται στην άκρη κάπως αμήχανος και συνεσταλμένος. || (επέκτ., συνήθ. παθ.) δέχομαι τις δυσάρεστες συνέπειες από ένα λάθος μου.

[λόγ. < ελνστ. τιμωρῶ, αρχ. σημ.: `εκδικούμαι΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες