Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τιάρα η [txára] Ο25 : 1. κάλυμμα που φοράει ο πάπας στο κεφάλι σε επίσημες περιστάσεις, ανάλογο με τη μίτρα των ορθόδοξων κληρικών: H παπική ~, η παπική εξουσία. 2. είδος σκούφου που φορούσαν οι αρχαίοι Πέρσες.
[λόγ.: 2: αρχ. τιάρα (ανατολ. προέλ.)· 1: ιταλ. tiara < ελνστ. τιάρα `κουκούλα μοναχού΄]