Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τηγανίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τηγανίζω [tiγanízo] -ομαι Ρ2.1 : ψήνω κτ. σε τηγάνι με λάδι ή με βούτυρο: ~ κεφτέδες / κολοκυθάκια. Tα ψάρια δεν είναι καλά τηγανισμένα, είναι ατηγάνιστα.

[ελνστ. τηγανίζω (αρχ. ταγηνίζω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες