Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τεχνουργός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τεχνουργός ο [texnurγós] Ο17 : αυτός που κατασκευάζει κτ. με πολλή φροντίδα και τέχνη.

[λόγ. < ελνστ. τεχνουργός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες