Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τετράκις [tetrákis] επίρρ. : α. (λόγ.) τέσσερις φορές: Kαταδικάστηκε ~ εις θάνατο(ν). β. για το σχηματισμό αριθμητικών: ~ εκατομμύριο. ~ χιλιοστός.
[λόγ. < αρχ. τετράκις]