Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τετράεδρος -η -ο [tetráeδros] Ε5 : που έχει τέσσερις έδρες, συνήθ. ως ουσ. το τετράεδρο, το στερεό σώμα που περικλείεται από τέσσερις τριγωνικές έδρες· τριγωνική πυραμίδα: Tο τετράεδρο είναι το στερεό με το μικρότε ρο αριθμό εδρών.
[λόγ. < ελνστ. τετράεδρος]