Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τετράεδρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τετράεδρος -η -ο [tetráeδros] Ε5 : που έχει τέσσερις έδρες, συνήθ. ως ουσ. το τετράεδρο, το στερεό σώμα που περικλείεται από τέσσερις τριγωνικές έδρες· τριγωνική πυραμίδα: Tο τετράεδρο είναι το στερεό με το μικρότε ρο αριθμό εδρών.

[λόγ. < ελνστ. τετράεδρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες