Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τεταρτημόριο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τεταρτημόριο το [tetartimório] Ο40 : (επιστ., επίσ.) το ένα από τέσσερα ίσα μέρη ενός όλου· τέταρτο: Tο ~ του κύκλου / του αγρού / της δαπάνης.

[λόγ. < αρχ. τεταρτημόριον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες