Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τελώ
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τελώ [teló] -ούμαι Ρ10.10 : 1. κάνω. α. για τελετή, διοργάνωση: Ο ιερέας τέλεσε τη Θεία Λειτουργία / το μυστήριο του γάμου. Tελείται μνημόσυνο. Tελούνται εγκαίνια. Θα τελεστούν αθλητικοί αγώνες, θα διεξαχθούν. β. (λόγ.) εκτελώ, διαπράττω: Ο δράστης τέλεσε το έγκλημα σε βρασμό ψυχής. 2. σε λόγιες εκφράσεις, για να δηλώσουμε την κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος: ~ υπό κράτηση* / υπό παραίτηση* / υπό περιορισμό*. Tο συνέδριο τελεί υπό την αιγίδα* του υπουργείου.

[λόγ.: 1: αρχ. τελῶ· 2: σημδ. γαλλ. être]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τελωνειακός -ή -ό [teloniakós] Ε1 : που έχει σχέση με το τελωνείο: ~ υπάλληλος. ~ έλεγχος / δασμός. Tελωνειακή σύμβαση / πολιτική. Tελωνειακή ένωση, με την οποία καταργούνται οι δασμοί ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα κράτη. || (ως ουσ.) ο τελωνειακός, αυτός που υπηρετεί σε τελωνείο, τελωνειακός υπάλληλος.

[λόγ. τελωνεί(ον) -ακός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τελωνείο το [telonío] Ο39 : 1. δημόσια υπηρεσία που βεβαιώνει και εισπράττει τους δασμούς για εισαγόμενα και εξαγόμενα εμπορεύματα: Περνάω κτ. από το ~, το εκτελωνίζω. Πληρώνω ~, τελωνειακό δασμό. ~ της Aθήνας / της Θεσσαλονίκης. 2. κτίριο όπου στεγάζονται οι τελωνειακές υπηρεσίες.

[λόγ. < μσν. τελωνείον < ελνστ. τελών(ιον) -είον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τελώνης ο [telónis] Ο10 λόγ. γεν. και τελώνου : 1. προϊστάμενος τελωνείου. 2. (εκκλ.) το σύμβολο του αμαρτωλού που μετανοεί: H παραβολή του Tελώνου και του Φαρισαίου.

[λόγ.: 1: αρχ. τελώνης `επιχειρηματίας που εκμίσθωνε φόρους και δασμούς΄· 2: μσν. σημ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τελώνιο το [telónio] Ο41 : ον συνήθ. κακοποιό, δημιούργημα της λαϊκής φαντασίας.

[μσν. τελώνιον < τελών(ης) υποκορ. -ιον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τελωνοφύλακας ο [telonofílakas] Ο5 : υπάλληλος που υπηρετεί στην τελωνοφυλακή.

[λόγ. τελωνο(φυλακή) -φύλακας]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τελωνοφυλακή η [telonofilakí] Ο29 : δημόσια υπηρεσία στα σύνορα ενός κράτους, υπεύθυνη για τη δίωξη του λαθρεμπορίου.

[λόγ. τελων(είον) -ο- + -φυλακή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες