Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τελευτώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τελευτώ [teleftó] Ρ10.1α : (λόγ.) α. πεθαίνω. β. (μτφ.) τελειώνω: Ετελεύτη σε τον πολιτικό του βίο.

[λόγ. < αρχ. τελευτῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες