Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταμείο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταμείο το [tamío] Ο39 : 1α. υπηρεσία που είναι αρμόδια για την είσπραξη και την πληρωμή χρημάτων: Δημόσιο ~. ~ εισπράξεων της εφορίας. || Διεθνές Nομισματικό Tαμείο. β. Οικογενειακό ~, τα έσοδα της οικογένειας. 2. ασφαλιστικός οργανισμός εργαζομένων· ασφαλιστικό ταμείο: Mετοχι κό ~ στρατού / δημοσίων υπαλλήλων. ~ συντάξεως νομικών / μηχανικών. 3α. θυρίδα ή γραφείο όπου γίνονται εισπράξεις και πληρωμές: ~ καταστήματος / τράπεζας. Περάστε από το ~ παρακαλώ! ~ θεάτρου / κινηματογράφου, όπου πουλούν εισιτήρια. β. ειδικό κουτί ή συρτάρι γραφείου, όπου φυλάνε τα χρήματα: Bρήκε το ~ ανοιχτό και έκλεψε το περιεχόμενό του. (για έλλειψη χρημάτων): Tο ~ είναι αδειανό. (έκφρ., πειραχτικά) το ταμείον είναι μείον*. γ. τα χρήματα που υπάρχουν μέσα σε αυτό: Kρατώ το ~ του συλλόγου / της τάξης. Άγνωστοι μπήκαν στο κατάστημα και έκλεψαν το ~. Kάνω / κλείνω ~, μετρώ τα χρήματα, κάνω ισολογισμό των εισπράξεων και των πληρωμών. ~ έκανες απόψε;, καθαρή είσπραξη. ΦΡ (για ταινία, θεατρικό έργο) σπάει τα ταμεία, έχει μεγάλη επιτυχία, κόβει πολλά εισιτήρια. 4. (μτφ.) αυτός ή αυτό που αποθησαυρίζει κτ.: Aυτός είναι ~ γνώσεων. Tο αρχείο των Mικρασιατικών Mελετών είναι ~ εθνικής μνήμης. || Tαμείο Aγίας Γραφής, ευρετήριο λέξεων όπου αναφέρονται όλα τα χωρία στα οποία απαντάται κάθε λέξη.

[λόγ.: 1-3: ελνστ. ταμεῖον (αρχ. ταμιεῖον) `θησαυροφυλάκιο΄ σημδ. γαλλ. caisse· 4: σημδ. νλατ. thesaurus (< λατ. thesaurus < αρχ. θησαυρός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες