Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταγός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταγός ο [taγós] Ο17 : 1. (ιστ.) ανώτατος πολιτικός και στρατιωτικός αρχηγός των αρχαίων Θεσσαλών. 2. πνευματικός αρχηγός, καθοδηγητής: Οι ταγοί του έθνους / της νεολαίας.

[λόγ. < αρχ. ταγός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες