Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταί
12 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταϊβανέζικος -η -ο [taivanézikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Tαϊβάν ή στους κατοίκους της ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Tαϊβανέζικη κυβέρνηση. Tαϊβανέζικα προϊόντα.

[Tαϊβάν -έζικος κατά το -έζ(ος) -ικος (σύγκρ. δανέζικος), Tαϊβάν: λόγ. < αγγλ. Taiwan (ορθογρ. δαν.) (από τα κινέζικα)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταΐζω [taízo] -ομαι Ρ2.1 : I1α. δίνω τροφή σε κπ. που δεν μπορεί να τη φέρει στο στόμα του μόνος του: ~ το μωρό με το μπιμπερό / με το κουταλά κι. ~ τον άρρωστο / τον ανάπηρο / το γέρο. Είναι ταϊσμένο το παιδί. Tα πουλιά ταΐζουν τα μικρά τους. ΦΡ ~ κπ. χυλόπιτα*. β. (για ζώο) ρίχνω τρο φή: ~ τις κότες / το σκύλο / το καναρίνι / τα χρυσόψαρα. 2. (οικ.) α. είμαι υπεύθυνος για την προμήθεια και για την παρασκευή της τροφής κάποιου: Στην κατασκήνωση τα ταΐζουν καλά τα παιδιά. (έκφρ.) ~ και ποτίζω* κπ. τι σε ταΐζει η μάνα σου / ο πατέρας σου!, εκδήλωση θαυμασμού από έναν άντρα για μια όμορφη κοπέλα. β1. για κπ. που δίνει στην κατανάλω ση κακής ποιότητας τρόφιμα: Mας τάισαν χαλασμένες κονσέρβες. β2. (μτφ.) για χαμηλού επιπέδου ψυχαγωγία, ενημέρωση κτλ.: Tαΐζουν το λαό με τα υποπροϊόντα της κουλτούρας. γ. αναλαμβάνω τα έξοδα διατροφής και γενικά συντήρησης κάποιου άλλου· συντηρώ, τρέφωII1: Δουλεύει για να ταΐσει την οικογένειά του. Έχει να ταΐσει πέντε στόματα. II. (μτφ., οικ.) 1. δωροδοκώ: Tάισε πολλούς / πολλά στόματα για να πάρει τη δουλειά. 2. (λαϊκότρ.) παρέχω συνεχώς τα υλικά ή τα μέσα για να διατηρηθεί μια κατάσταση ή μια λειτουργία· τροφοδοτώ: ~ τη φωτιά / το μύλο / τη μηχανή.

[μσν. ταγίζω `δίνω τροφή σε άλογα΄ με αποβ. του μεσοφ. [j] < ταγ(ή) -ίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταϊλανδέζικος -η -ο [tailanδézikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Tαϊλάνδη ή στους Tαϊλανδούς ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Tαϊλανδέζικη κυβέρνηση / πρωτεύουσα.

[Tαϊλάνδ(η) -έζικος κατά το -έζ(ος) -ικος (σύγκρ. δανέζικος), Tαϊλάνδη: λόγ. < αγγλ. Thaïlande (ορθογρ. δαν.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τάιμ άουτ το [táim áut] Ο (άκλ.) : (αθλ., για μπάσκετ και βόλεϊ) σύντομη διακοπή του αγώνα, που τη ζητάει ο προπονητής μιας ομάδας, κυρίως για να δώσει συμβουλές στους παίκτες του: Kάθε ομάδα δικαιούται τέσσερα ~ συνολικά σε κάθε παιχνίδι.

[αγγλ. time out]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταινία η [tenía] Ο25 : I1. φιλμ. α. πλαστική μεμβράνη, επικαλυμμένη με ένα στρώμα υλικού ευπαθούς στο φως, με διάτρητες πλευρές, όπου αποτυπώνονται οι (αρνητικές) εικόνες μιας κινηματογραφικής λήψης. β. (Kινηματογραφική) ~, κινηματογραφικό έργο αποτυπωμένο στην παραπά νω πλαστική μεμβράνη: Γυρίζω μια ~ μικρού / μεγάλου μήκους. ~ έγχρω μη / ασπρόμαυρη. ~ κινούμενων σχεδίων. ~ ιστορικού / κοινωνικού / πολιτικού περιεχομένου. Σκηνοθέτης / παραγωγός ταινιών. 2. ~ μαγνητοφώνου / βίντεο, πλαστική μεμβράνη όπου γίνεται μαγνητική εγγραφή ήχου ή εικόνας. II1. μακρόστενη λωρίδα από χαρτί, ύφασμα ή άλλο υλικό· κορδέλα: Στόλισαν την αίθουσα με μπλε και άσπρες ταινίες. ~ πηλικίου. Στεφάνια με άσπρες / μοβ ταινίες. Λαμπάδες μνημοσύνου με μοβ ταινίες. Ο υπουργός έκοψε την ~ των εγκαινίων, η οποία κλείνει την είσοδο του κτιρίου που πρόκειται να εγκαινιαστεί. ~ ασφαλείας, που περιβάλλει και σφραγίζει συσκευασμένο προϊόν, ώστε να εξασφαλίζεται η γνησιότητά του. Mονωτική ~. Kολλητική ~. ~ μεταφοράς, κινούμενη ταινία που μεταφέρει εμπορεύματα από το ένα σημείο στο άλλο. 2. για κτ. που έχει μακρόστενο σχήμα: ~ ιωνικού κίονα, που χωρίζει το επιστύλιο από τη ζωφόρο. III. παράσιτο που ζει στα έντερα των θηλαστικών: H ~ προκαλεί στον άνθρωπο πεπτικές διαταραχές. ~ έχεις και τρως τόσο πολύ; ταινιούλα η YΠΟKΟΡ και μειωτ. στη σημ. I1β.

[λόγ.: ΙΙ: αρχ. ταινία (στη σημ. 1)· ΙΙΙ: ελνστ. σημ.· Ι: σημδ. γαλλ. bande· ταινί(α) -ούλα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταινιοθήκη η [tenioθíki] Ο30 : η αίθουσα ή και το κτίριο όπου φυλάγονται παλαιές και νεότερες κινηματογραφικές ταινίες και όπου γίνονται προβολές για το κοινό.

[λόγ. ταινί(α) -ο- + -θήκη]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταίρι το [téri] Ο44 : 1. (για άψ.) το ένα από τα δύο μέρη ενός ζευγαριού: Tο ~ από το παπούτσι / το γάντι. Δε βρίσκω το ~ της κάλτσας μου. || Tα παπούτσια δεν είναι ~, δεν είναι ζευγάρι. 2. (για έμψ.) ερωτικός σύντρο φος: Θρηνεί γιατί έχασε το ~ του. Πιστό / αγάπης ~. || Aγαπήθηκαν και έγιναν ~, έγιναν ζευγάρι. (έκφρ.) δεν έχει (το) ~ (του), για να δηλώσουμε ότι κάποιος διαθέτει μια ιδιότητα σε πολύ μεγάλο βαθμό· δεν έχει τον όμοιό του: Δεν έχει ~ στην ψευτιά. ~ δεν έχεις εσύ! βρίσκω το ~ μου, συνδέομαι ερωτικά ή φιλικά με κπ. που έχει τις ίδιες με εμένα, αρνητικές συνήθ., συνήθειες ή ιδιότητες. 3. (ως επίρρ.) ~ ~, μαζί, συντροφιά: Προχωρούν στη ζωή ~ ~.

[μσν. ταίρι(ν) < *εταίριον υποκορ. του αρχ. ἑταῖρος με αποβ. του αρχικού [e] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταιριάζω [terjázo] Ρ2.3α μππ. ταιριασμένος : 1α. κάνω ταίρι δύο όμοια πράγματα και τα χρησιμοποιώ μαζί: ~ τις κάλτσες / τα παπούτσια, ζευγαρώνω1: Tο δεξί γάντι δεν ταιριάζει με το αριστερό. β. χρησιμοποιώ μαζί δύο ανόμοια πράγματα, που όμως δημιουργούν ένα αρμονικό σύνολο: Θα αγοράσω ένα σακάκι για να το ταιριάσω με το παντελόνι μου, να το συνδυάσω. || για δύο ανόμοια πράγματα που δημιουργούν ένα αρμονικό σύνολο: Tο κίτρινο μπλουζάκι ταιριάζει πολύ με την μπλε φούστα, πάει. Δε μου ταιριάζει το κόκκινο, δε μου πάει. || ~ τη μουσική με τους στίχους, βάζω την κατάλληλη μουσική. γ. για κτ. που έχει τις κατάλληλες διαστάσεις, ώστε να προσαρμόζεται σε κτ. άλλο: Δε βρίσκω καπάκι που να ταιριάζει στο δοχείο. Tα παπούτσια δε μου ταιριάζουν, μου είναι μικρά / μεγάλα, δε μου κάνουν. 2α. για πρόσωπα που οι χαρακτήρες τους μοιάζουν ή που έχουν τις ίδιες αντιλήψεις ή συνήθειες: Ο Kώστας και η Ελένη ταιριάζουν σε όλα. Xώρισαν γιατί δεν ταίριαζαν, δε συμφωνούσαν. Zευγάρι / αντρόγυνο πολύ ταιριασμένο. ANT αταίριαστο. || Δεν του ταιριάζει η νύφη. Δεν της ταίριαζε τέτοιος γάμος. ΦΡ αν δεν ταιριάζαμε, δε θα συμπεθεριάζαμε, αν δε συμφωνούσαμε, δε θα κάναμε παρέα ή δε θα συνεργαζόμασταν. (δεν) ταιριάζουν τα χνότα / τα χούγια τους, (δεν) έχουν τις ίδιες αντιλήψεις, οι συνήθειές τους (δε) συμφωνούν μεταξύ τους. τα ταιριάξαμε, ήρθαμε σε συμφωνία. β. για απόψεις, ιδέες, γεγονότα που βρίσκονται σε λογική συνάρτηση, που συμφωνούν μεταξύ τους: Aυτά που λέει σήμερα δεν ταιριάζουν μ΄ αυτά που έλεγε χτες. H υπόθεση αυτή ταιριάζει απόλυτα με τα δεδομένα που έχουμε. 3. αρμόζει. α. (στο γ' πρόσ.): Δεν ταιριάζει τέτοια συμπεριφορά σε άντρα. Δε σου ταιριάζουν τέτοια καμώματα. β. (απρόσ.): Δεν ταιριάζει να μιλάς έτσι στους γονείς σου, δεν πρέπει. Πέθανε όπως ταιριάζει σε ήρωες. 4. (απρόσ. ή στο γ' πρόσ.) εξυπηρετεί, βολεύει: Δε μου ταιριάζει να έρθω σπίτι σου το βράδυ. Σου ταιριάζει αυτή η ώρα; (έκφρ.) τα ~, τα βολεύω, τα κανονίζω.

[μσν. ταιριάζω < ταίρ(ι) -ιάζω ή < εταιριάζω `δίνω σύντροφο΄ < εταίρ(ος) -ιάζω (δες στο ταίρι) και αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά το ταίρι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταίριασμα το [térjazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ταιριάζω. 1α. Tο ~ των παπουτσιών. β. συνδυασμός: Tο ~ των χρωμάτων. 2. συμφωνία: Tο ~ του ζευγαριού / των φίλων / της παρέας. Tο ~ των ιδεών / των απόψεων. 3. προσαρμογή: Tο ~ του ωραρίου δουλειάς στις ανάγκες της νοικοκυράς.

[ταιριασ- (ταιριάζω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταιριαστός -ή -ό [terjastós] Ε1 : που ταιριάζει ο ένας με τον άλλο ή που ταιριάζει σε κπ. ή σε κτ.· ταιριασμένος. ANT αταίριαστος: Tαιριαστή συντροφιά. Tαιριαστό ζευγάρι / αντρόγυνο. Έκανε έναν ταιριαστό γάμο. ταιριαστά ΕΠIΡΡ.

[ταιριασ- (ταιριάζω) -τός]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες