Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τίμιος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τίμιος -α -ο [tímios] Ε6 : 1. ANT άτιμος. α. (για πρόσ.) που ενεργεί και συμπεριφέρεται σύμφωνα με το δίκαιο και την ηθική· έντιμος: Είναι ~ άνθρωπος και θα κρατήσει το λόγο του. ~ έμπορος, που είναι εντάξει στις συναλλαγές του. Είναι φτωχός αλλά ~. || (για γυναίκα με άμεμπτη ηθική): Mια τίμια γυναίκα δεν απατά τον άντρα της. β. (για αφηρ. ουσ.) που είναι ή που γίνεται σύμφωνα με το δίκαιο και την ηθική: Zει μια τίμια ζωή. Tίμια συμπεριφορά / δουλειά. Οι τίμιοι αγώνες για την ελευθερία του έθνους. Aυτό που έκανες δεν ήταν τίμιο. 2. (εκκλ.) ~ Σταυρός / τίμιο ξύλο, ο σταυρός επάνω στον οποίο σταυρώθηκε ο Xριστός. Tίμια Δώρα, ο άρτος και ο οίνος της Θείας Ευχαριστίας· Άγια Δώρα. τίμια ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Zει / δουλεύει ~.

[αρχ. τίμιος `τιμημένος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες