Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τέφρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τέφρα η [téfra] Ο25 : στάχτη: H ~ του νεκρού, ό,τι μένει από το πτώμα μετά την καύση, η σποδός. || Hφαιστειακή ~, πολύ λεπτοί κόκκοι ύλης που εκτινάσσονται από τον κρατήρα ηφαιστείου. (έκφρ.) κάποιος / κτ. αναγεννάται* από την ~ του.

[λόγ. < αρχ. τέφρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες