Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τέσσαρα
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τεσσάρα η [tesára] Ο25α : 1. (προφ.) ποινή τεσσάρων ημερών. α. φυλάκιση τεσσάρων ημερών στο στρατό. β. αποβολή μαθητή από το σχολείο για τέσσερις ημέρες. 2. (πληθ.) για ζάρια που, όταν τα ρίχνουν, δείχνουν και τα δύο το τέσσερα· ντόρτια: Πάλι τεσσάρες έφερες; 3. (ποδ.) τέσσερα τέρματα: Φάγαμε μια ~.

[τεσσάρ(ι) μεγεθ. ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τεσσαρακονθήμερος -η -ο [tesarakonθímeros] Ε5 : (λόγ.) Tεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο, που γίνεται με τη συμπλήρωση σαράντα ημερών από το θάνατο κάποιου· τα σαράντα.

[λόγ. < αρχ. τεσσαρακονθήμερος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τεσσαράκοντα [tesarákonda] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : (λόγ.) σαράντα. ΦΡ (έφαγε / του έδωσα) παρά μία(ν) ~, για περιπτώσεις ξυλοδαρμού, συχνά ειρωνικά.

[λόγ. < αρχ. τεσσαράκοντα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τεσσαρακονταετής -ής -ές η [tesarakondaetís] Ε10 : (λόγ.) σαραντάχρονος. α. που έχει διάρκεια σαράντα ετών. β. (για πρόσ.) που έχει ηλικία (περίπου) σαράντα ετών.

[λόγ. < αρχ. τεσσαρακονταετής]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τεσσαρακονταετία η [tesarakondaetía] Ο25 : (λόγ.) χρονικό διάστημα σαράντα ετών.

[λόγ. < ελσντ. τεσσαρακονταετία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τεσσαρακοστός -ή -ό [tesarakostós] Ε1 αριθμτ. τακτ. : I1. που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός σαράντα: Bρίσκεται στο τεσσαρακοστό έτος της λειτουργίας του. 2. για κπ. ή για κτ. που έρχεται αμέσως μετά τον τριακοστό ένατο (ως προς τη σειρά, την ιεραρχία, την αξία ή την τιμή): Πήρε / κέρδισε την τεσσαρακοστή θέση. II. (ως ουσ.): Aπό όλους τους υποψηφίους ο ~ στη σειρά πέτυχε τα καλύτερα αποτελέσματα. Ο ~ στον πίνακα επιτυχίας. 1. η τεσσαρακοστή: α. (εκκλ.) η (Mεγάλη) Tεσσαρακοστή, η σαρακοστή. β. (μαθημ.) η τεσσαρακοστή δύναμη. 2. το τεσσαρακοστό, το ένα από τα σαράντα ίσα μέρη ενός συνόλου.

[λόγ. < αρχ. τεσσαρακοστός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες