Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τεκμαρτός -ή -ό [tekmartós] Ε1 : που αποδεικνύεται με τεκμήρια: Tεκμαρτό εισόδημα / ενοίκιο, που υπολογίζεται με βάση τα φορολογικά τεκμήρια.
[λόγ. < αρχ. τεκμαρτός]