Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τάν
11 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταναγραία η [tanaγréa] Ο25 : (αρχαιολ.) είδος πήλινου ειδωλίου που παριστάνει νεαρή γυναίκα όρθια ή καθιστή, που το κεφάλι της καλύπτεται με ένα χαρακτηριστικό κωνικό καπέλο: Tο αρχαιολογικό μουσείο διαθέτει πλούσια συλλογή από ταναγραίες. || (ως επίθ.): Οι Tαναγραίες κόρες έγιναν πασίγνωστες για τη γοητευτική χάρη τους.

[λόγ. θηλ. του αρχ. επιθ. Ταναγραῖος σημδ. γαλλ. Tanagréenne < αρχ. τοπων. Τάναγρα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τανάλια η [tanála] Ο25 : 1. μεταλλικό εργαλείο το οποίο αποτελείται από δύο κινητά σκέλη, που είναι τοποθετημένα σταυρωτά το ένα επάνω στο άλλο και που καταλήγουν σε κυρτά δόντια· τη χρησιμοποιούν για να τραβούν και να βγάζουν τα καρφιά. || οδοντιατρικό εργαλείο για την εξαγωγή δοντιών· οδοντάγρα. 2. (μτφ.) ισχυρή πολύπλευρη πίεση που ασκείται από πρόσωπα ή καταστάσεις: Παγιδεύτηκε στην ~ του πιο άσπονδου εχθρού του. Δεν μπορούσαν να ξεφύγουν από την ~ του πολέμου.

[ιταλ. tanaglia < γαλλ. tenaille]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τανιέμαι [tanéme] Ρ10.1β : (λαϊκότρ.) τανύζομαι: Tανιέται για να ξεμουδιάσει.

[ταν(ύομαι δες τανύζω) μεταπλ. -ιέμαι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τανίνη η [taníni] Ο30 : φυτική ουσία που βρίσκεται στη φλούδα και στα κουκούτσια ορισμένων καρπών και που χρησιμοποιείται συνήθ. στη φαρμακευτική, στην οινοποιία και στη βυρσοδεψία.

[λόγ. < γαλλ. tan(in) -ίνη]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τάνκερ το [tánker] Ο (άκλ.) : πλοίο κατασκευασμένο ειδικά για τη μεταφορά υγρών και κυρίως πετρελαίου· δεξαμενόπλοιο, πετρελαιοφόρο.

[λόγ. < αγγλ. tanker]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τανκς το [táŋks] Ο (άκλ.) : ερπυστριοφόρο άρμα μάχης με ισχυρή θωράκι ση και αυτόματο οπλισμό· άρμα μάχης: ~ ισοπεδώνουν ό,τι βρεθεί μπροστά τους. Ο στρατός κατέλαβε την εξουσία με τα ~, με τη βία.

[αγγλ. tanks, πληθ. του tank (αρχική σημ.: `τεπόζιτο΄, επειδή κατά την κατασκευή τους στον α' παγκόσμιο πόλεμο είχαν ονομαστεί έτσι για λόγους μυστικότητας)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταντέλα η [tantéla & tandéla] & νταντέλα η [dantéla & dandéla] Ο25 : (προφ.) δαντέλα. ΦΡ έγινα ~, εξαντλήθηκα από κούραση, αρρώστια κτλ.

[γαλλ. dentell(e) και με τροπή του αρχικού [d > t] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: π.χ. τομάτα - ντομάτα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τανύζω [tanízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. (λογοτ.) τεντώνω: ~ το τόξο. Tα πουλιά τάνυσαν τα φτερά τους. 2. (παθ., προφ.) σφίγγομαι για να ικανοποιήσω μια σωματική ανάγκη μου.

[αρχ. τανύ(ω) μεταπλ. -ζω με βάση το συνοπτ. θ. τανυσ-]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τάνυσμα το [tánizma] Ο49 : (λογοτ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τανύζω.

[τανυσ- (τανύζω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τανυσμός ο [tanizmós] Ο17 : (λόγ.) τάση για αφόδευση.

[λόγ. < ελνστ. τανυσμός `τέντωμα΄ κατά τη σημ. του τανύζω2]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες