Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τάδε [táδe] αντων. αόρ. (άκλ.) : χρησιμοποιείται με άρθρο και στα τρία γένη, στη θέση ουσιαστικού ή επιθέτου, για πρόσωπα ή πράγματα στα οποία ο ομιλητής αναφέρεται αόριστα, γιατί δεν είναι σε θέση ή δε θέλει να τα ονομάσει, να τα ορίσει· συχνά ακολουθείται από την αντωνυμία δείνα: Συνέχεια παραπονούνται ότι ο ~ ή ο δείνα τους ενοχλεί. Tου είπε να πάει στο ~ μέρος. Πρέπει να συμφωνήσουμε ότι στην ~ ή τη δείνα ημερομηνία θα είμαστε έτοιμοι. Πες πως θα φύγουμε ~ μέρα, ~ ώρα.
[λόγ. < αρχ. τάδε `αυτά εδώ, αυτός εδώ΄ (πληθ. του τόδε, αρσ. ὅδε)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τάδες [táδes] αντων. αόρ. (βλ. Ο14, χωρίς πληθ.) : (λαϊκότρ.) τάδε.
[< τάδε με προσθήκη του χαρακτηριστικού του αρσ. -ς]