Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σῖτος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σίτος ο [sítos] Ο18 : (λόγ.) το σιτάρι.

[λόγ. < αρχ. σῖτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες