Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σώος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σώος -α -ο [sóos] Ε4 : α.για πρόσωπο που πέρασε κπ. κίνδυνο, κάποια δοκιμασία χωρίς να πάθει κτ. κακό: Οι ναυαγοί βρέθηκαν σώοι. β. για κτ. που έχει μείνει ανέπαφο, ακέραιο: Ελάχιστα μεσαιωνικά κτίσματα διατηρούνται σώα. || επιτατικά στην έκφραση ~ και αβλαβής*. (λόγ. έκφρ.) (δεν) έχω σώας τας φρένας*.

[λόγ. < αρχ. σῷος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες