Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σύστοιχος -η -ο [sístixos] Ε5 : 1.που βρίσκεται στην ίδια σειρά ή που έχει την ίδια σχέση με κτ. άλλο, συνήθ. ομοειδές: Σύστοιχα μέλη, για πόδια ζώων που βρίσκονται στην ίδια πλευρά. 2. (γραμμ.) σύστοιχο αντικείμενο, που είναι από την ίδια ρίζα με το ρήμα ή από διαφορετική, που έχει όμως συγγενική σημασία με αυτό, π.χ. «πέθανε έντιμο θάνατο», «νίκησε νίκη μεγάλη»· εσωτερικό αντικείμενο.
[λόγ. < αρχ. σύστοιχος `στην ίδια σειρά, ίδιας τάξης΄]