Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σύμφορος -η -ο [símforos] Ε5 : (λόγ.) που συμφέρει· συμφέρων, συμφερτικός. ANT ασύμφορος: H λύση που προτείνεις δεν είναι σύμφορη. || Δεν είναι σύμφορο να
, δε συμφέρει / δεν είναι συμφέρον να
[λόγ. < αρχ. σύμφορος]