Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σόλο
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σόλο το [sólo] Ο (άκλ.) : μουσικό κομμάτι, σύνθεση ή μέρος σύνθεσης που εκτελείται από ένα άτομο μόνο: Πιανιστικό ~. Έπαιξε το ~ του με μεγάλη δεξιοτεχνία. || (ως επίθ.) ~ όργανο. || (ως επίρρ.) η εκτέλεση ενός μουσικού κομματιού ή ενός μέρους του από ένα μόνο άτομο: Tραγούδησε ~.

[ιταλ. solo]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σολόδερμα το [solóδerma] Ο49 : σκληρό, χοντρό δέρμα από το οποίο κατασκευάζονται οι σόλες παπουτσιών.

[σόλ(α) -ο- + δέρμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σολοικίζω [solikízo] Ρ2.1α : μιλώ ή γράφω με συντακτικά σφάλματα, κάνω σολοικισμούς.

[λόγ. < αρχ. σολοικίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σολοικισμός ο [solikizmós] Ο17 : συντακτικό σφάλμα στη χρήση της γλώσ σας· (πρβ. βαρβαρισμός).

[λόγ. < αρχ. σολοικισμός (δες στο σόλοικος)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σόλοικος -η -ο [sólikos] Ε5 : 1. για προφορικό ή για γραπτό λόγο που παρουσιάζει συντακτικά λάθη. || για κπ. που κάνει συντακτικά λάθη. 2. (μτφ.) για κτ. που θεωρείται ανάρμοστο ή απρεπές: Είναι σόλοικο να πας χωρίς τη γυναίκα σου. Είναι λιγάκι σόλοικο, δε νομίζεις;

[λόγ. < αρχ. σόλοικος < Σόλοι πόλη της Κιλικίας, όπου η ελληνική μιλιόταν με ξένες επιδράσεις]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σολομός ο [solomós] Ο17 : μεγάλο ψάρι των βόρειων θαλασσών, που κατά την εποχή της αναπαραγωγής του ανεβαίνει τα ποτάμια για να εναποθέσει τα αυγά του κοντά στις πηγές και που αλιεύεται για το εκλεκτό του κρέας.

[μσν.*σολομός < λατ. salmo με ανάπτ. [o] από επίδρ. του χειλ. [m] και υποχωρ. αφομ. [a-o > o-o] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σολομωνική η [solomonikí] Ο29 : γενική ονομασία για διάφορα απόκρυ φα βιβλία με μαγικές οδηγίες, έργα των αλχημιστών του Mεσαίωνα. || Aυτά είναι ~, πράγματα δυσνόητα ή ακατανόητα για την κοινή αντίλη ψη.

[λόγ. < μσν. *σολομωνική < Σολομών -ική, θηλ. του -ικός, επειδή πίστευαν ότι ο Εβραίος βασιλιάς Σολομών είχε και μαγικές ικανότητες (σύμφωνα με εβραϊκή παράδοση είχε γράψει βιβλίο με ιαματικές συνταγές)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σολομώντειος -α -ο [solomóndios] Ε6 : που αναφέρεται στο βασιλιά Σολομώντα, κυρίως στην έκφραση σολομώντεια λύση, σκληρή αλλά δίκαιη λύση που δίνει απάντηση σε ένα αδήριτο δίλημμα.

[λόγ. επίθ. < ελνστ. Σολομώντειον, τό `απόφθεγμα του Σολομώντα΄ σημδ. αγγλ. Solomonian]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες