Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σωτήρ
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σωτήρας ο [sotíras] Ο2 λόγ. γεν. και Σωτήρος στη σημ. 2 : 1.αυτός που σώζει κπ. ή κτ. από θανάσιμο συνήθ. κίνδυνο ή από καταστροφή: Οι ναυαγοί χρωστούν ευγνωμοσύνη στους σωτήρες τους. Ο Φλέμιγκ υπήρξε ~ της ανθρωπότητας. ~ της πόλης / της πατρίδας. (ειρ.) Οι σωτήρες του Έθνους, πολιτικοί ή στρατιωτικοί που ανέλαβαν την εξουσία με το πρόσχημα της σωτηρίας της πατρίδας. Aυτόκλητος ~, για κπ. που θέλει να αναλάβει τη λύση κάποιου ζωτικού προβλήματος χωρίς να του το έχει ζητήσει ο άμεσα ενδιαφερόμενος. || για κπ. που προσφέρει πολύ σημαντική βοήθεια σε κάποια δύσκολη περίσταση. 2α. (θεολ.) Σωτήρας, προσωνυμία του Iησού Xριστού: Ο Σωτήρας του κόσμου / των ψυχών μας. Σήμερα είναι του Σωτήρος, γιορτάζεται η Mεταμόρφωση του Σωτήρος. β. το τάγμα* του Σωτήρος.

[λόγ.: 1: αρχ. σωτήρ, αιτ. -ῆρα· 2α: ελνστ. σημ.· 2β: σημδ. γαλλ. l΄ordre du Sauveur]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σωτηρία η [sotiría] Ο25 : 1α.απαλλαγή από κπ. πολύ μεγάλο κίνδυνο· διάσωση: Ο γιατρός αγωνίζεται για τη ~ του αρρώστου. Yπάρχει ακόμη κάποια ελπίδα σωτηρίας για τα δάση μας. Σταυροφορία για τη ~ του Παρθενώνα. ΦΡ σανίδα* σωτηρίας. || Στρατός Σωτηρίας, διεθνής χριστιανική φιλανθρωπική οργάνωση. β. (οικ.) απαλλαγή από κάποια δυσάρεστη ή ενοχλητική κατάσταση: Δεν υπάρχει άλλη ~ από τη σκόνη, παρά μόνο να κλείσεις τα παράθυρα. Bρήκα τη ~ μου μ΄ αυτό το φάρμακο. Οι ηλεκτρικές συσκευές είναι ~ για τη νοικοκυρά, μεγάλη διευκόλυνση. 2. (θεολ.) λύτρωση από την αμαρτία: H ~ του ανθρώπινου γένους από το προπατορικό αμάρτημα.

[λόγ. < αρχ. σωτηρία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σωτηριολογία η [sotiriolojía] Ο25 : (θεολ.) τμήμα της δογματικής που αναφέρεται στο απολυτρωτικό έργο του Σωτήρα Xριστού.

[λόγ. < γαλλ. sotériologie < αρχ. σωτήριο(ς) + -logie = -λογία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σωτήριος -α -ο [sotírios] Ε6 : (με πργ. ή με αφηρ. ουσ.) που σώζει κπ. ή κτ. από μεγάλο κίνδυνο ή που απαλλάσσει από δύσκολες καταστάσεις: Σωτήρια βοήθεια / επέμβαση / εφεύρεση. Σωτήριο φάρμακο / μηχάνημα. (εκκλ. έκφρ.) το σωτήριο(ν) έτος: α. που αριθμείται από τη γέννηση του Xριστού: Kατά το σωτήριο έτος 1900. β. (ειρ.) όταν αναφέρεται κάποιος σε σύγχρονες καταστάσεις ή σε γεγονότα που όμως θυμίζουν παλαιότερες εποχές: Οι κάτοικοι του χωριού κατά το σωτήριο έτος 1998 υδρεύονται από την κοινοτική βρύση.

[λόγ. < αρχ. σωτήριος (σ. έτος: μτφρδ. γαλλ. l΄année de notre Seigneur)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες