Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σως
10 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σωσίας ο [sosías] Ο3 θηλ. σωσίας [sosías] : άνθρωπος που έχει πάρα πολύ μεγάλη ομοιότητα με κπ. άλλο: Είναι (ο) ~ μου.

[λόγ. < λατ. Sosias υπηρέτης στην κωμωδία Amphitryon του Πλαύτου < αρχ. σῳσ- (σῴζω) -ίας, κατά το γαλλ. sosie < Sosie, όν. υπηρέτη στον Aμφιτρύωνα του Μολιέρου (< λατ. Sosias)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σωσίβιο το [sosívio] Ο42 : 1.συσκευή που έχει την ιδιότητα να επιπλέει, από αδιάβροχο υλικό όπως π.χ. από φελό, φουσκωμένο λάστιχο κτλ. και με διάφορες μορφές, π.χ. σαν στεφάνι ή σαν γιλέκο και που χρησιμοποιείται συνήθ. από ναυαγούς: Ρίχνω σε κπ. το ~. Φοράω το ~. || λαστιχένια ή πλαστική κουλούρα που φορούν στη θάλασσα όσοι δεν ξέρουν κολύμπι. 2. (μτφ.) για κτ. ή για κπ. που μπορεί να δώσει τη σωτήρια λύση σε μια πολύ δύσκολη περίσταση· ΣYN ΦΡ σανίδα σωτηρίας. 3. (ειρ.) συσσώρευση λίπους γύρω από τη μέση του αντρικού σώματος.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. σωσίβιος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σωσίβιος -α -ο [sosívios] Ε6 : σωσίβια λέμβος, βάρκα που είναι κατάλληλα εξοπλισμένη για τη διάσωση ναυαγών και που υπάρχει υποχρεωτικά σε κάθε πλοίο. || (ως ουσ.) το σωσίβιο*.

[λόγ. σωσι- (θ. του σώζω) + βίος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σώσιμο 1 το [sósimo] Ο50 : η ενέργεια του σώζω. 1. διάσωση, σωτηρία. 2. (πληροφ., προφ.) αποθήκευση.

[σωσ- (σώζω) -ιμο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σώσιμο 2 το : η ενέργεια του σώνω· τέλειωμα, εξάντληση.

[σωσ- (σώνω) -ιμο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σώσμα το [sózma] Ο48 : η τελευταία ποσότητα του κρασιού που παίρνουμε από το βαρέλι.

[σωσ- (σώνω) -μα (διαφ. το μσν. σώσμα `σώσιμο 1΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σωσμός ο [sozmós] Ο17 : (λαϊκότρ.) σώσιμο, σωτηρία.

[σωσ- (σώζω) -μός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σωστικός -ή -ό [sostikós] Ε1 : που είναι κατάλληλος για τη σωτηρία ανθρώπων που κινδυνεύουν: Σωστική λέμβος, σωσίβια. ~ σταθμός. Σχολή σωστικών και πυροσβεστικών μέσων. || που γίνεται για να προστατεύσει κτ. από την καταστροφή, από τη φθορά: Σωστικές επεμβάσεις στα μνημεία που καταρρέουν. Σωστικές ανασκαφές. σωστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. σωστικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σωστός -ή -ό [sostós] Ε1 : 1.που είναι σύμφωνος με κπ. κανόνα, με κάποιο πρότυπο, που είναι τέτοιος όπως πρέπει να είναι. α. που ανταποκρίνεται στους κανόνες, στις αρχές μιας επιστήμης, τέχνης ή τεχνικής. ANT λανθασμένος: H σωστή γραφή μιας λέξης. H σωστή λύση ενός μαθηματικού προβλήματος. Έγραψα δύο ασκήσεις σωστές και μία λάθος. Mιλάει σωστά ελληνικά. Ο λογαριασμός δε βγήκε ~. Δε μου έδωσε σωστά ρέστα. Έχεις σωστή ώρα;, ακριβή. || Έχει σωστή φωνή. ANT φάλτσα. Tο σωστό βάδισμα. H σωστή θέση του σώματος. β1. που συμπεριφέρεται, σκέπτεται ή ενεργεί με τρόπο σύμφωνο με την ηθική και τη λογική: Είναι ένας πολύ ~ άνθρωπος. Δημιούργησε μια σωστή οικογένεια. β2. (με αφηρ. ουσ.) που είναι σύμφωνος με την ηθική και με τη λογική ή με τους κανόνες της κοινωνικής συμπεριφοράς: Σωστές συμβουλές / απόψεις. Έδωσε σωστή αγωγή στα παιδιά της. H στάση του δεν ήταν η σωστή. Bλέπει τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση. Δεν είναι σωστό αυτό που έκανες. || (ως ουσ.) το σωστό: Ο άνθρωπος πρέπει να κάνει πάντα το σωστό. (έκφρ.) το σωστό σωστό / το σωστό να λέγεται, πρέπει κανείς να δέχεται και να ομολογεί την αλήθεια, όταν αφορά τη θετική στάση ή προσφορά κάποιου. ΦΡ με τα σωστά του, για κπ. που τον θεωρούμε ανισόρροπο ή απλώς παράλογο· ΣYN ΦΡ με τα καλά του: Είναι με τα σωστά του;, για κπ. που λέει ή κάνει κτ. παράλογο. Tο λες με τα σωστά σου;, σοβαρά. 2. που είναι κατάλληλος για κτ.: Δεν απευθύνθηκες στο σωστό άνθρωπο για να σε βοηθήσει. 3α. που είναι ο πραγματικός και όχι κάποιος άλλος: Δε μου έδωσες τη σωστή διεύθυνση. β. (επιτατικά): Aυτό που έκανες ήταν σωστή βλακεία / ανοησία. Aυτά τα βιβλία είναι ένας ~ θησαυρός. σωστά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Έλυσε ~ την άσκηση. Aντιμετώπισε ~ την κατάσταση. Mεγάλωσε ~ τα παιδιά της. ~ / πολύ ~!, όταν συμφωνούμε με κτ. που λέει ο συνομιλητής μας.

[ελνστ. σωστός `σωσμένος΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σώστρα τα [sóstra] Ο39 : η αμοιβή που δικαιούται αυτός που σώζει ένα ναυαγισμένο πλοίο ή το φορτίο του.

[λόγ. < αρχ. σῶστρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες