Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σωμασκία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σωμασκία η [somaskía] Ο25 : (λόγ., σπάν.) άσκηση του σώματος· γυμναστική.

[λόγ. < αρχ. σωμασκία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες