Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σχοινί
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σχοίνινος -η -ο [sxíninos] Ε5 : σκοινένιος.

[λόγ. < αρχ. σχοίνινος `από βούρλα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες