Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σφραγίς
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφράγιση η [sfrájisi] Ο33 : η ενέργεια του σφραγίζω στις σημ. I1, 2, 3· σφράγισμα.

[λόγ. σφραγι- (σφραγίζω) -σις > -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφράγισμα το [sfrájizma] Ο49 : 1.η ενέργεια του σφραγίζω στις σημ. I1, 2, 3: α. Tο ~ του εγγράφου / της επιστολής. β. Θα γίνει το ~ του καταστήματος που κήρυξε πτώχευση. 2α. η ενέργεια του σφραγίζωI4, το κλείσιμο της τρύπας ενός δοντιού με ειδικό υλικό από τον οδοντίατρο: Tο δόντι θέλει ~. Mου έκανε δύο σφραγίσματα. β. το υλικό με το οποίο σφραγίζεται το δόντι και το αποτέλεσμα του σφραγίζω: Xάλασε / έπεσε / έφυγε το ~. Έχω πολλά σφραγίσματα.

[λόγ.: 1α: σφραγισ- (σφραγίζω) -μα· 1β: σημδ. γαλλ. apposition de scellés· 2: σημδ. γαλλ. plombage (πρβ. αρχ. σφράγισμα `αποτύπωμα σφραγιδόλιθου΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφραγιστός -ή -ό [sfrajistós] Ε1 : σφραγισμένος. 1. που έχει σφραγίδα. 2. που είναι πολύ καλά κλεισμένος.

[λόγ. < ελνστ. σφραγιστός (στη σημ. 1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες